- πολεμιστήρια
- πολεμιστήριοςofneut nom/voc/acc plπολεμιστήριοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμιστηρίας — πολεμιστηρίᾱς , πολεμιστήριος of fem acc pl πολεμιστηρίᾱς , πολεμιστήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστήριος — α, ο / πολεμιστήριος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», Αριστοτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολεμιστήριος πολεμιστής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek